- κεκονιμένων
- κεκονῑμένων , κονίωmake dustyperf part mp fem gen plκεκονῑμένων , κονίωmake dustyperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… … Dictionary of Greek